- οὐδενόσωρος
- οὐδενόσωρος, ον, ([etym.] ὤρα)A worth no notice or regard,
τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178
;ὀστέον Opp.H.2.478
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178
;ὀστέον Opp.H.2.478
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδενόσωρος — οὐδενόσωρος, ον (Α) ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ ωρος)] … Dictionary of Greek
οὐδενόσωρος — worth no notice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδενόσωρον — οὐδενόσωρος worth no notice masc/fem acc sg οὐδενόσωρος worth no notice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδενόσωρα — οὐδενόσωρος worth no notice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)